- φημίζεται
- φημίζωprophesypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φημίζω — ΝΜΑ, και φουμίζω και φουμάω Ν [φῆμις] νεοελλ. 1. διασπείρω τη φήμη προσώπου ή πράγματος σε όλους, τό κάνω γνωστό, τό διαφημίζω («ποιο πρέπει να παινέσουσι, ποιο πρέπει να φημίσου», Ερωτόκρ.) 2. μέσ. φημίζομαι είμαι περιώνυμος, ξακουστός… … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Μπερκσάιρ — (Berkshire). Κομητεία (1.259 τ. χλμ., περ. 750 000 κάτ.) της νοτιοκεντρικής Αγγλίας γνωστή και ως Μπερξ. Η κομητεία φημίζεται για τα ιπποδρομιακά άλογα, που εκτρέφονται εκεί σε ειδικά ιπποφορβεία. Ο μοναδικός μεγάλος οικισμός της κομητείας είναι… … Dictionary of Greek
Αζαλέα — (azalea). Κοινή βοτανική ονομασία με την οποία χαρακτηρίζονται πολυάριθμα είδη των γενών α. και ροδόδενδρο, της οικογένειας των ερεικιδών. Είναι φυτά θαμνώδη, ποικίλου μεγέθους, με επιβλητική άνθηση και εντυπωσιακά λουλούδια, αειθαλή, ιθαγενή τα… … Dictionary of Greek
άγια — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Κωμόπολη (υψόμ. 200 μ., 3.027 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αγιάς του νομού Λαρίσης. Αποτελεί έδρα του δήμου Αγιάς. H Α. είναι χτισμένη ανάμεσα στην Όσσα και το Μαυροβούνι μέσα σε πυκνή βλάστηση και άφθονα νερά. 2.… … Dictionary of Greek
άλογο — Λέγεται και ίππος και επιστημονικά ίππος ο ήμερος. Το ά., που είναι πολύ διαδεδομένο, είναι θηλαστικό περιττοδάχτυλο της υπόταξης των ιππομόρφων, της οικογένειας των ιππιδών. Το θηλυκό καλείται φοράδα ή φορβάς. Το σώμα του, με πολύ αρμονικές… … Dictionary of Greek
αβγοτάραχο — Ονομασία των ταριχευμένων αβγών του ψαριού κέφαλος, που ανήκει στην οικογένεια των μουχιλιδών. Το α. προέρχεται από τον θηλυκό κέφαλο, τον γνωστό ως μπάφα, και είναι περιζήτητο. Για την παραγωγή α. χαράσσεται με προσοχή η κοιλιά της μπάφας,… … Dictionary of Greek
εύιππος — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γιος του Θεστίου και της Ευρυθέμιδας από την Αιτωλία. Πήρε μέρος στο κυνήγι του Καλυδωνίου κάπρου. Σκοτώθηκε από τον Μελέαγρο. 2. Βασιλιάς του Άργους. Την ασπίδα του είχε δικαίωμα να περιφέρει κάθε πολίτης, ο οποίος … Dictionary of Greek
καλλά — Ποώδες, πολυετές, καλλωπιστικό φυτό της οικογένειας των αροϊδών (μονοκοτυλήδονα), γνωστό και με την ονομασία κ. η αφρικανική ή ζαντεδεσχία. Φημίζεται για τα μεγάλα, λευκά άνθη του. Κατάγεται από τη νότια Αφρική και καλλιεργείται ως καλλωπιστικό… … Dictionary of Greek